διακεκομμένα

διακεκομμένα
διακόπτω
cut in two
perf part mp neut nom/voc/acc pl
διακεκομμένᾱ , διακόπτω
cut in two
perf part mp fem nom/voc/acc dual
διακεκομμένᾱ , διακόπτω
cut in two
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • στακ(κ)άτο — το, Ν μουσ. όρος που δηλώνει ότι οι φθόγγοι πρέπει να εκτελούνται χωριστά και να μεσολαβεί μικρή παύση ανάμεσα στο άκουσμά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. staccato «διακεκομμένα»] …   Dictionary of Greek

  • θάλικτρο — (Τhalictrum). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των βατραχοειδών. Συναντάται στις εύκρατες ζώνες του βόρειου ημισφαίριου. Περιλαμβάνει 120 είδη πολυετών ποωδών φυτών με διαδοχικά, διακεκομμένα, πετροειδή φύλλα και απλά άνθη με τετράφυλλο …   Dictionary of Greek

  • διακεκομμέναι — διακόπτω cut in two perf part mp fem nom/voc pl διακεκομμένᾱͅ , διακόπτω cut in two perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”